άγιος

άγιος
40 ἅγιος
{прил., 229}
святой, посвященный, благочестивый, праведный, как сущ. святыня. См. гл. 37 (ἁγιάζω) и сущ. 42 (ἁγιωσύνη).
Ссылки: Мф. 1:18, 20; 3:11; 4:5; 7:6; 12:32; 24:15; 25:31; 27:52, 53; 28:19; Мк. 1:8, 24; 3:29; 6:20; 8:38; 12:36; 13:11; Лк. 1:15, 35, 41, 49, 67, 70, 72; 2:23, 25, 26; 3:16, 22; 4:1, 34; 9:26; 11:13; 12:10, 12; Ин. 1:33; 7:39; 14:26; 17:11; 20:22; Деян. 1:2, 5, 8, 16; 2:4, 33, 38; 3:14, 21; 4:8, 27, 30, 31; 5:3, 32; 6:3, 5, 13; 7:33, 51, 55; 8:15, 17-19; 9:13, 17, 31, 32, 41; 10:22, 38, 44, 45, 47; 11:15, 16, 24; 13:2, 4, 9, 52; 15:8, 28; 16:6; 19:2, 6; 20:23, 28; 21:11, 28; 26:10; 28:25; Рим. 1:2, 7; 5:5; 7:12; 8:27; 9:1; 11:16; 12:1, 13; 14:17; 15:13, 16, 25, 26, 31; 16:2, 15, 16; 1Кор. 1:2; 2:13; 3:17; 6:1, 2, 19; 7:14, 34; 12:3; 14:33; 16:1, 15, 20; 2Кор. 1:1; 6:6; 8:4; 9:1, 12; 13:12-14; Еф. 1:1, 4, 13, 15, 18; 2:19, 21; 3:5, 8, 18; 4:12, 30; 5:3, 27; 6:18; Флп. 1:1; 4:21, 22; Кол. 1:2, 4, 12, 22, 26; 3:12; 1Фес. 1:5, 6; 3:13; 4:8; 5:26, 27; 2Фес. 1:10; 1Тим. 5:10; 2Тим. 1:9, 14; Тит. 3:5; Флм. 1:5, 7; Евр. 2:4; 3:1, 7; 6:4, 10; 9:8; 10:15; 13:24; 1Пет. 1:12, 15, 16; 2:5, 9; 3:5; 2Пет. 1:18, 21; 2:21; 3:2, 11; 1Ин. 2:20; 5:7; Иуд. 1:3, 14, 20; Откр. 3:7; 4:8; 5:8; 6:10; 8:3, 4; 11:2, 18; 13:7, 10; 14:10, 12; 15:3; 16:6; 17:6; 18:20, 24; 19:8; 20:6, 9; 21:2, 10; 22:6, 11, 19. LXX: 6944 (שׁדֶקֺ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άγιος" в других словарях:

  • Ἅγιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅγιος — devoted to the gods masc nom sg ἄγος any matter of religious awe neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

  • άγιος, -ια, -ιο — (δισύλλαβο), και άγιος, αγία, ο (τρισύλλαβο) 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη λατρεία του Θεού: Άγιο Βήμα. Άγιος Τάφος. 2. άνθρωπος ευσεβής, αγνός: Αυτός είναι άγιος άνθρωπος. 3. ως ουσ. προσηγορ. προσώπου που το αγιοποίησε η εκκλησία: Άγιος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Κωνσταντίνος — I Μικρό νησί στον Κρισσαίο κόλπο, μπροστά στο λιμάνι της Ιτέας. Στο νησί αυτό ίδρυσε το 1720 σχολείο ο Νικόλαος Λογοθέτης, στο οποίο δίδαξαν ο ιερομόναχος Καβρίκος από την Αγία Ευφημία της Ευρυτανίας και ο Πρωτόπαπας από τα Άγραφα. To σχολείο… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πέτρος — I (Ρώμης). Ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, δίπλα στο Βατικανό. Ο ναός βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν ειδωλολατρικό ναό και ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Στα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αχίλλειος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 28 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο νησάκι της Λίμνης της Μικρής Πρέσπας. Παλαιότερα, το μικρό σήμερα χωριό είχε γνωρίσει ακμή όπως μαρτυρεί o οικισμός που βρέθηκε και είναι της εποχής του Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βησσαρίων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 775 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύλης. Ο οικισμός Άγιος Βησσαρίωνας στον νομό Τρικάλων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»